- επιθωράκιος
- -α, -ο (AM ἐπιθωράκιος, -ον)νεοελλ.ναυτ.1. αυτός που βρίσκεται πάνω στο θωράκιο2. φρ. «επιθωράκιος φανός» — φανός που ανάβουν στο θωράκιο τής ακάτου όταν επιβαίνει στο σκάφος ανώτερος αξιωματικός, κν. φανάρι τής κόφαςμσν.-αρχ.αυτός που φοριέται πάνω από τον θώρακα («ἐπιθωράκιος στολή», Νικ. Χων.).
Dictionary of Greek. 2013.